αγχιστήρ

αγχιστήρ
ἀγχιστήρ, (-ῆρος), ο (Α) [ἄγχι]
αυτός που φέρνει κάτι κοντά, που τό προξενεί: «τὸν ἀγχιστῆρα τοῡδε τοῡ πάθους» (Σοφ. Τραχίνιαι, στίχ. 256).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγχιστήρ — one who brings near masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστῆρα — ἀγχιστήρ one who brings near masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”